κονδυλώματα

κονδυλώματα
Μορφή καλοήθους όγκου των επιθηλίων. Έχουν σχήμα στρογγυλής περιγεγραμμένης προεξοχής και μεταδίδονται κυρίως μέσω σεξουαλικής επαφής. Προκαλούνται από τον ιό των κ. (HPV) και εμφανίζονται συνήθως στα γεννητικά όργανα, στην περιοχή γύρω από αυτά, στο δέρμα των χεριών, στο στόμα κ.α. Ο ιός εμφανίζει πολλούς υποτύπους, ορισμένοι από τους οποίους (όπως οι 16 και 18), έχουν ενοχοποιηθεί για καρκίνο (π.χ. καρκίνο του τραχήλου της μήτρας). Αρχικά το μέγεθος των κ. είναι όσο το κεφάλι μιας καρφίτσας αλλά διογκώνονται πολύ γρήγορα και επεκτείνονται. Τη δημιουργία των κ. ευνοούν τα αφροδίσια νοσήματα, η παρουσία εκκριμάτων και η μη τήρηση καθαριότητας. Τα κ., αν δεν καταπολεμηθούν, πολλαπλασιάζονται και προκαλούν παραμορφώσεις, φίμωση ή παραφίμωση, γάγγραινα και παρεμπόδιση της εξόδου των ούρων και των κοπράνων. Θεραπεύονται με τοπική φαρμακευτική αγωγή, κρυοπηξία με ξηρό πάγο ή χειρουργικά. Η θεραπεία, όμως, πρέπει να συνεχιστεί μέχρι την πλήρη εξαφάνισή τους, γιατί συχνά μετά από μια φαινομενική εξαφάνιση υποτροπιάζουν. Εκτός από τα κ. των επιθηλίων υπάρχουν και κ. που εμφανίζονται στο μαλακό έλκος του δακτυλίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κονδυλώματα — κονδύλωμα knob neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδυλωματώδης — ες [κονδύλωμα] 1. όμοιος με κονδύλωμα 2. γεμάτος κονδυλώματα …   Dictionary of Greek

  • κονδύλωμα — το (Α κονδύλωμα) όγκος, πρήξιμο, εξόγκωμα («κονδύλωμά ἐστι δακτυλίου στολίδος ἐπανάστασις μετὰ φλεγμονῆς», Γαλ.) νεοελλ. 1. ιατρ. στον πληθ. τα κονδυλώματα εκβλαστήσεις μισχωτές ή με πλατιά βάση που έχουν μέγεθος φακής έως μικρού αβγού και οι… …   Dictionary of Greek

  • αφροδίσια νοσήματα — Έτσι ονομάζονται κυρίως οι τρεις μολυσματικές ασθένειες σύφιλη, βλεννόρροια και μαλακό έλκος που προσβάλλουν συνήθως το ουρογεννητικό σύστημα και μεταδίδονται με τη συνουσία. Στα α.ν. κατατάσσονται ακόμη και τα κονδυλώματα, ο έρπις των γεννητικών …   Dictionary of Greek

  • θηλωματοϊοί — Οικογένεια ιών που προκαλούν ακροχορδώνες. Η έκθεση μιας γυναίκας σε ορισμένα είδη ιών που προκαλούν κονδυλώματα πιστεύεται ότι αυξάνει τον βαθμό κινδύνου για καρκίνο του τραχήλου της μήτρας …   Dictionary of Greek

  • καυστικές ουσίες ή καυστικά — Χημικά προϊόντα ικανά να καταστρέψουν –όταν έρθουν σε επαφή– τους ζωντανούς ιστούς, προκαλώντας σε αυτούς αισθητές τοπικές αλλοιώσεις. Στις κ.ο. περιλαμβάνονται προϊόντα που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τις χημικές τους ιδιότητες· από τα πιο… …   Dictionary of Greek

  • νεοπλασίες — Λέγονται και όγκοι. Παθολογικοί σχηματισμοί που οφείλονται σε άτακτο πολλαπλασιασμό κυττάρων. Οι ν. διακρίνονται με ιστολογικά και κλινικά κριτήρια που μπορεί να συμπίπτουν σε καλοήθεις και κακοήθεις. Καλούνται καλοήθεις οι ν. που σχηματίζονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”